μυλλώ — μυλλῶ, άω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεμύλληκε διέστραπται, συνέστραπται». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλον «χείλος» (πρβλ. μυλλός [Ι])] … Dictionary of Greek
Μύλλῳ — Μύλλος Sciaena umbra masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλλῳ — μύλλον lip neut dat sg μύλλος Sciaena umbra masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλλός — (I) μυλλός, ή, όν (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν» 2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ.… … Dictionary of Greek
мелю — молоть, укр. мелю, молоти, блр. молоць, ст. слав. мелѭ, млѣти ἀλήθειν (Супр.), болг. меля, сербохорв. ме̏ље̑м, мле̏ти, словен. mlẹti, meljem, чеш. melu, mliti, слвц. mliеt᾽, польск. mlec, mielę, в. луж. mjelu, mlěc, н. луж. mjelom, mlas.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μεμύλληκε — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «διέστραπται, συνέστραπται». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού ρ. μυλλῶ] … Dictionary of Greek
μοιμύλλω — και μοιμυλλῶ, άω (Α) 1. μοιμυώ* 2. (κατά τον Ησύχ.) θηλάζω, εσθίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, αλέθω» με εκφραστικό διπλασιασμό μοι (< *μολμύλλω με ανομοιωτική τροπή τού λ σε ι , πρβλ. δαι δάλλω < *δαλ δάλλω)] … Dictionary of Greek
μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω … Dictionary of Greek
μυλλάς — και δ. γρφ. μυλάς, άδος, ἡ (Α) εταίρα, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, συνουσιάζομαι» + επίθημα άς, άδος (πρβλ. μαιν άς)] … Dictionary of Greek
μυλούμαι — μυλοῡμαι, όομαι (Α) (για τραύματα) γίνομαι σκληρός σαν τη μύλη, σκληρύνομαι, επουλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη. Το ρ. που αποδίδει τη σημ. τού μύλη είναι το ρ. ἀλέω «αλέθω». Τα μετονοματικά παράγωγα τού μύλη είναι σπάνια και έχουν σημ.… … Dictionary of Greek